Ἡ παροῦσα διήγηση εἶναι μία συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ π. Θεόκλητου Διονυσιάτη, ὅπως τὴν ἐμπιστεύθηκε πρὶν 38 χρόνια σχεδὸν στὸν Ἁγιορείτη Μοναχὸ π. Κύριλλο Παντοκρατορινό, ὁ ὁποῖος μὲ δέος καὶνοσταλγία πρὶν λίγες ἡμέρες μᾶς τὴν μετέφερε.
Από τὰ Happy Christmas λοιπὸν τῶν «εὐτυχισμένων» ἀνθρώπων ἂς ταξιδεύσει φέτος ὁ λογισμός μας στ’ Ἅγιονορος, ἐκεῖ στὰ φρικτὰ Καρούλια, μὲ τοὺς ξυπόλυτους ἀσκητᾶς καὶ σὲ ὅσα μᾶς ἐξομολογιέται μὲ συγκλονισμὸ ὁ ἁγιασμένος καὶ σοφός μας π. Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης.
* * *
«ΝΕΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ τότε, κατὰ τὸ ἔτος 1941, ἐν μέσῳ τῆς κατοχῆς καὶ τοῦἐνσκήψαντος δεινοῦ χειμῶνος, μοῦ ἦρθε ὁ καλὸς λογισμὸς νὰ ἐπισκεφθῶπροσκυνητὴς τὰ φρικτὰ Καρούλια, νὰ κάμω καὶ ἐγὼ ἀσκητικὰ Χριστούγεννα μαζὶ μὲ….
τοὺς ἀετόψυχους Καλόγηρους τούτου τοῦ ἀπαράκλητου τόπου.
τοὺς ἀετόψυχους Καλόγηρους τούτου τοῦ ἀπαράκλητου τόπου.
Τὴν εὐλογία μοῦ τὴν ἔδωκε ἀμέσως δίχως δισταγμὸ ὁ Γέροντάς μου, ὁὈσιότατος π. Γαβριήλ, ὁ καὶ Ἡγούμενος χρηματίσας τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς. Μοῦ ἔδωκε εἰσέτι καὶ λίγους ὀβολοὺς διὰ τὸ ταξίδιό μου μὲ τὸ μοτόρι καὶ λίγες φανέλες γιὰ νὰ ἔχω νὰ ἀλλάξω, μὲ εὐλόγησε καὶ εὐχόμενος μὲἔστειλε σὲ τοῦτο τὸ κατανυκτικὸ ταξίδι.
Ἔβαλα μετάνοια στὸν Γέροντά μου λοιπὸν, φορτώθηκα τὸν ντορβά μου, κι’ἔλαβα τὸ ραβδὶ μὲ προορισμὸ τὰ κατανυκτικὰ Καρούλια προκειμένου νὰλάβω μέρος στὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων.
Από τὴν παραμονὴ ήδη τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ἔπιασε να ρίχνει νερόχιονο βελονιαστὸ.
Καταφθάνοντας ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, μὲ μία τερπνὴ ἀναμονή, στὰ βραχώδη Καρούλια, ὁ ἥλιος, ὅσο μποροῦσε νὰ ξελευθερωθεῖ ἀπ’τὰ πηχτὰ σύννεφα, κόντευε νὰ κρυφθεῖ πίσω ἀπὸ τὸν μελανὸ θαλάσσιο ὁρίζοντα. Τότε ἄρχισαν νὰ συναθροίζονται γοργόφτεροι οἱ Καρουλιῶτες ἀσκητές, γιὰ νὰ γιορτάσουμεὅλοι μαζὶ τὰ Χριστούγεννα. Κάποιοι κατέβαιναν ἀπὸ τὰ βράχια, ἄλλοι ἀπὸ τὶς κρεμαστὲς σκάλες, ἐνῶ κάποιοι ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες… ἦταν ἕνα πρωτόγνωρο καὶσυγκινητικὸ ὅλο θέαμα!
Τοῦτοι οἱ ἐρημίτες εἴχανε περασμένους στοὺς λιγνούς τους ὤμους τοὺς τρίχινους, λερωμένους μὰ ἁγιασμένους ντορβάδες, μὲ ράσα χιλιομπαλωμένα καθὼς χαιρεντιόντουσαν ἕνας-ἕνας μὲ βαθειὰ ὑπόκλιση κι’ ἔπαιρναν τὴν θέση τους στὸ μικρὸ ἠμιφεγγὴ γλυκύτατο Ἐκκλησάκι τοῦ Κυριακοῦ.
Κρούσανε ἕνα μικρὸ σήμαντρο γιὰ νὰ ἀρχινήσει ἡ ἀγρυπνία ἐνῶ ὁ ἁρμόδιοςἹερεὺς φορώντας ἕνα μπλαβόχρωμο σὰν τοῦ πελάγους ἐπιτραχήλι ἔβαλε τὸ«Εὐλογητός»
Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό. Ὅλοι, ὅσον μποροῦσαν, ἤσαν σφιχτὰ τυλιγμένοι στὰπτωχικὰ τοὺς ράσα. Οἱ ἀνασασμοὶ τῶν ψαλτάδων ἄτμιζαν ἄσπιλοι καθὼςἔψαλλον μέλποντες Τοῦ Θεοῦ τὰ τραγούδια μέσα στὸ δεινὸ κράτος τοῦχειμῶνος, μὰ ἡ λιβανοκαπνισμενη θωριὰ τῆς γλυκόπνοης Παναγίτσας πού μας ἀγνάντευε στοργικὰ σὰν Μανούλα ἀπ’ τὸ Τέμπλο ζέσταινε τὴν ψυχή μας μυσταγωγώντας μας στὴν ἱερουργία τοῦ ἄχραντου τοκετοῦ της, τῆς ΤοῦΧριστοῦ γεννήσεως κι’ ἔτσι εἴχαμε γαλήνη σὰν καὶ ‘κείνη τῶν προβάτων στὸμαντρὶ τῆς βηθλεὲμ τότενες ποὺ γίνηκε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰξαναγεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴν οὐράνια Βηθλεέμ.
Ὅμως καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κατανυχτικῆς ὁλονυχτίας ἐντύπωσηἀνερμήνευτή μοῦ ἔκαμε ἕνας ἀδυνατισμένος καὶ λιπόσαρκος, σὰν τὸκαλάμι Καλόγηρος, μὲ μία μακρυὰ κάτασπρη γενιάδα ποὺ ‘χε σταθεῖ σ’ἕνα παμπάλαιο στασίδι. Τὸ σῶμα του ἂν καὶ κάθονταν μέσα στὸ κρύο καὶστὴν ἀγρυπνιὰ ἀμετακίνητο σὰν τ’ἀγάλματος, ἐντούτοις τὸ ριτιδιασμένο κι’ὁλοζώντανο ἀπὸ τὴν ἄσκηση πρόσωπό του, σὰν τοῦ φτασμένου κυδωνιοῦ,ἔκαμε διάφορες κινήσεις καὶ παράξενους μορφασμοὺς ἀλλοιούμενο τακτικὰκαὶ φανερώνοντας πὼς ζοῦσε ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς ἔντονα γεγονότα φερμέναἀπὸ ἕνα ἄλλον κόσμο.
Έβλεπες νὰ ἐναλλάσονται ἡ προσμονὴ μὲ τὴν μελαγχολία, ἡ θλίψη, μὲ τὴν, χαρὰ …νὰ σκιρτᾶ σὰν λαφομόσκι καὶ ἀμέσως νὰ κουρνιάζει συγκλονισμένοςἀπὸ Θεῖο φόβο… ἔκανε μορφασμοὺς στὸ πρόσωπο λὲς καὶ παρακολουθοῦσεἕνα ἀλλόκοτο θέαμα καὶ ἔτσι πότε ἔκλαιγε, πότε συνοφρυόνταν, πότε χαμογελοῦσε καὶ δώστου πάλι Σταυροὺς καὶ μετάνοιες..
Καὶ ὅσο ὁ ἀσκητὴς ἐκτελοῦσε τὴ δική του λογικὴ λατρεία πιὸ δίπλα οἱ ψάλτες μορμύριζαν στὴν Πανάχραντο Θεοτόκο τὸ:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸσπήλαιον…»
Τὰ μικρούλικα παλαιὰ καντηλάκια στὸ Τέμπλο διέχεαν ἀρχοντικὲς μὰ καὶσεμνὲς τὶς πολύχρωμες ἀνταῦγες των κι ἕνας πτωχὸς πολυέλεος μὲ ἁγνὸ κερὶφώτιζε ὅσο ἠδύνατο γλυκὰ τὸ σκοτάδι. Ὅλα ἁπλά, ἀπέριττα, ἀσκητικά…
Ἔτσι γαλήνια πῆγε ἡ ἀγρυπνία ὥσπου ἐκοινωνήσαμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ ἔδωσε ὁ Ἱερεὺς τὸ «δι’εὐχῶν» λαμβάνοντας τέλος ἡ οὐράνιαἐκείνη μυσταγωγία.
Ἡ ρόδινη ἀνατολὴ σιγά-σιγὰ αὐγαζόνταν ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἡλίου μηνύοντας τὴν ἀνατολὴ ἀνατολῶν, τὸν ἑωθινὸ ἀστέρα, Αὐτὸν Τὸν γεννηθέντα Ἰησοῦ Χριστόν.
Μετὰ ἀπ’ τ’ ἀντίδωρο καὶ τὸν Ἁγιασμὸ προσφέρθηκε καφὲς και φραγκόσυκα στὸ φτωχικὸ καὶ ἀπέριττο Κυριακὸ τῆς σκήτης τῶν Καρουλῖων. Ἐγὼδιακονοῦσα στὸ κέρασμα, μὰ πρόσεχα καὶ ἀποθαύμαζα κιόλας τοὺς ἀσκητές, θωρώντας τοὺς λὲς κι’ ἦταν παράξενα ὄντα, ὡς ἀρχαγγέλοι ἐπὶ τῆς γῆς.
Τότε ἐρώτησε ὁ Πνευματικός τῆς Σκήτης ἐκεῖνον τὸν παράξενο ἀσκητὴ ἂν θὰμείνει καὶ αὔριο ἐδῶ καὶ τοῦ ἀπήντησε:
-Βεβαίως καὶ ἐπιθυμῶ νὰ μείνω, ἐὰν καὶ θὰ ἤθελα καλύτερα νὰ ἡσυχάσω στὸκαλυβάκι μου, ὅμως δὲν ἔχω νὰ φάω καὶ ἂν κάμετε ἀγάπη δεχθεῖτε καὶ μένα νὰ φάγω κοντά σας.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα καὶ ἀφοῦ ἐψάλλαμε τὰ Κτιτορικὰ ἔχοντας ἐνημερώσειἤδη ἐγὼ τὸν Πνευματικὸ γιὰ ὅλη ἐτούτη τὴν παράξενη συμπεριφορὰ τοῦφτωχοῦ ἀσκητοῦ κατὰ τὴν χθεσινὴ ἀγρυπνίαν λέγει τοῦ τότε μὲ τόνο εὐγενικὸ μὰ καὶ ἐπιτακτικό.
-Ἀδελφέ μου, σὲ παρακαλῶ, πές μας τί γροικοῦσες χθὲς στὴν ὁλονυχτία καὶὅλο ἄλλαζε μορφὴ τὸ πρόσωπό σου.
Ὁ ἀσκητὴς ὅμως ἀρνιόταν πεισματικὰ νὰ δώκει ἀπάντηση φυλάγοντας ὅ,τιἔζησε μέσα του ὡς πανάκριβο θησαυρό.
-Μὰ σὲ ἐξορκίζω στὸ ὄνομα Τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς πεῖς.
-Λέγονται Γέροντα τέτοια πράγματα;
-‘Αντε κᾶμε ἀγάπη μήπως καὶ ὠφεληθοῦμε καὶ ‘μεῖς οἱ ἀδελφοί σου.
-…Μὰ δὲν μπορῶ.
-Ἅμα δὲν πεῖς , ἀπ’ ἐδῶ δὲ φεύγεις !
Μὲ ὅλη ἐτούτη τὴν εὐγενικὴ βία καὶ δίχως νὰ θέλει ὁ παράξενος ἀσκητής,ὅμως ἀναγκεμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τῶν Καλογήρων ποὺ‘χαν ἀπομείνει καὶ τούτη τὴν ἡμέρα στὸ Κυριακό, ἄρχισε νὰ ὁμολογεῖ μὲδάκρυα καὶ συντριβή:
-Τί νὰ σᾶς πῶ; Νά!! ὅ,τι διαβάζατε καὶ ψέλνατε ἐσεῖς τὸ ἔβλεπα καὶσυμμετεῖχα καὶ ‘γῶ.
«Θωροῦσα τὸ Θεῖον βρέφος, τὸν Χριστούλη μας, τὰ προβατάκια, τα λίγα ζωντανά ποὺ ‘σαν ἐκεῖ καὶ σταλιάζανε… μὰ ἦταν καὶ μία γελάδα ποὺ ἔστεκε κοντὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐθέρμαινε μὲ τὸν ἀνασασμὸ τῆς …τὶς σταγόνες ποὺ έπεφταν ἀπὸ τὴν ὑγρασία και τους νοτισμένους σταλαγμίτες, καθότι ἤτανε σπήλαιον ἐκεῖ καὶ ὄχι κάποιο ἀνθρώπινο χτίσμα …Σιμὰ εἶδα καὶΤὴν Παναγία μας, λεχώνα, ποὺ εἶχε τυλίξει μὲ τὸ σεπτὸ ἐπανωφόρι της τὸν Υἱό της καὶ ἀνέκλεινε δίπλα πρὸς μία μεριὰ καὶ κρύωνε γιατί ἤτανε κενὸ καὶδὲν εἶχε ποὺ νὰ ἀκουμπήσει… Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μία ποιμένισσα ἔφερεἀχνιστὸ γάλα ποὺ μόλις εἶχε ἀρμέξει καὶ γιὰ νὰ πλύνει κιόλας μ’αὐτὸ τὸΘεικὸ βρέφος. Ποῦ νὰ βρεθεῖ ζεστὸ νερὸ ἐκείνη τὴν ὥρα; ὅλα κρύσταλλο καὶπαγωμένα ἦταν…
Καὶ ‘ἔτσι ἔγινε… καὶ ἔτσι τρύπησε μὲ μιᾶς ἡ σπηλιὰ καὶ μπῆκαν Ἀγγέλοι πούἀνεβοκατεβαίναν στον οὐρανὸ ἐνῶ ἀκούγονταν γλυκύτατη μελωδία…
Ὁ δὲ Ἰωσὴφ ὅλο ἔκλαιγε ἀναντρανισμένος ἀπὸ δέος καὶ χαρὰ σὰν τὸν Ἱερέα ποὺ στέκεται μὲ φόβο στὴν ἀναίμακτο Ἱερουργία ἔτσι καὶ ‘κεῖνος ἐφημέρευε τούτη τὴν νυχτιὰ στὸν πάντερπνο τοῦτο Ιερό Ναὸ μὰ καὶ πάμφτωχο συνάμα σπήλαιο τῆς βηθλεέμ.»
Πιο κάτω τὸ ζωηρὸ ἀγέρι ἀλυχτοῦσε στὰ Καρούλια, ἐνῶ τὰ κύματα στὸἄγριο σύνορο θαλάσσης καὶ γῆς ἔπλητταν φρίσσοντα τοὺς αποκρήμνους βράχους. Τα λευκά και πορφυρά κυκλάμινα ὄμως, που ἀνέθωραν μειλίχιαἀναρριχώμενα ἀπό τις σχισμάδες των βαράθρων, μυνίριζαν τήν ἀνάστασηἐντός τῆς καρδιάς τοῦ χειμῶνος. … «Χριστὸς ἐπὶ γῆς· ὑψώθητε.»
Ὅλη ἡ λογικὴ μὰ καὶ ἡ ἄλογη κτίσις στῆς Παναγιάς τό Περιβόλι μαρτυροῦσε διὰ μυρίων βεβαίων στομάτων πὼς ὄντως ὁ Χριστὸς ἐγενήθη καὶ ἡγαληνόμορφη Θεϊκὴ χαρὰ στὴν γῆ ἐνεθρονίσθη.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ
ΑΛΗΘΩΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ
ΑΛΗΘΩΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ
π. Διονύσιος Ταμπάκης –Χριστούγεννα 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου