Μέ τήν πρώτη ματιά ἔβλεπε κανείς ἁπλῶς μιά γριούλα…
Ἔσερνε τά βήματά της στό χιόνι,μόνη, παρατημένη, μέ σκυμμένο κεφάλι. Ὅσοι περνοῦσαν ἀπό τό πεζοδρόμιο τῆς πόλης ἀποτραβοῦσαν τό βλέμμα τους, γιά νά μή… θυμηθοῦν ὅτι τά βάσανα καί οἱ πόνοι δέ σταματοῦν, ὅταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα.
Ἕνα νέο ζευγάρι μιλοῦσε καί γελοῦσε μέ τά χέρια γεμάτα ἀπό ψώνια καί δῶρα καί δέν πρόσεξαν τή γριούλα.
Μιά μητέρα μέ δυό παιδιά βιάζονταν νά πᾶνε στό σπίτι τῆς γιαγιᾶς. Δέν ἔδωσαν προσοχή. Ἕνας παπάς εἶχε τό νοῦ του σέ οὐράνια θέματα καί δέν τήν πρόσεξε.
Ἄν πρόσεχαν ὅλοι αὐτοί, θά ἔβλεπαν ὅτι ἡ γριά δέ φοροῦσε παπούτσια.
Περπατοῦσε ξυπόλυτη στόν πάγο καί τό χιόνι. Μέ τά δυό της χέρια ἡ γριούλα μάζεψε τό χωρίς κουμπιά παλτό της στό λαιμό. Φοροῦσε ἕνα χρωματιστό φουλάρι στό κεφάλι· σταμάτησε στή στάση σκυφτή καί περίμενε τό λεωφορεῖο.
Ἕνας κύριος πού κρατοῦσε μία σοβαρή τσάντα περίμενε κι αὐτός στή στάση, ἀλλά κρατοῦσε μία ἀπόσταση.
Μιά κοπέλα περίμενε κι αὐτή, κοίταξε πολλές φορές τά πόδια τῆς γριούλας, δέ μίλησε. Ἦρθε τό λεωφορεῖο καί ἡ
γριούλα ἀνέβηκε ἀργά καί μέ δυσκολία. Κάθισε στό πλαϊνό κάθισμα, ἀμέσως πίσω ἀπό τόν ὁδηγό.
γριούλα ἀνέβηκε ἀργά καί μέ δυσκολία. Κάθισε στό πλαϊνό κάθισμα, ἀμέσως πίσω ἀπό τόν ὁδηγό.
Ὁ κύριος καί ἡ κοπέλα πῆγαν βιαστικά πρός τά πίσω καθίσματα. Ὁ ἄντρας πού καθόταν δίπλα στή γριούλα στριφογύριζε στό κάθισμα κι ἔπαιζε μέ τά δάχτυλά του. «Γεροντική ἄνοια», σκέφτηκε.
Ὁ ὁδηγός εἶδε τά γυμνά πόδια καί σκέφτηκε: «Αὐτή ἡ γειτονιά βυθίζεται ὅλο καί πιό πολύ στή φτώχεια. Καλύτερα νά μέ βάλουν στήν ἄλλη γραμμή, τῆς λεωφόρου».
Ἕνα ἀγοράκι ἔδειξε τή γριά. «Κοίταξε, μαμά, αὐτή ἡ γριούλα εἶναι ξυπόλυτη».
Ἡ μαμά ταράχτηκε καί τοῦ χτύπησε τό χέρι. «Μή δείχνεις τούς ἀνθρώπους, Ἀντρέα! Δέν εἶναι εὐγενικό νά δείχνεις».
«Αὐτή θά ἔχει μεγάλα παιδιά», εἶπε μία κυρία πού φοροῦσε γούνα. «Τά παιδιά της πρέπει νά ντρέπονται».
Αἰσθάνθηκε ἀνώτερη, ἀφοῦ αὐτή φρόντισε τή μητέρα της. Μιά δασκάλα στή μέση του λεωφορείου στερέωσε τά δῶρα πού εἶχε στά πόδια της.
Αἰσθάνθηκε ἀνώτερη, ἀφοῦ αὐτή φρόντισε τή μητέρα της. Μιά δασκάλα στή μέση του λεωφορείου στερέωσε τά δῶρα πού εἶχε στά πόδια της.
«Δέν πληρώνουμε ἀρκετούς φόρους, γιά νά ἀντιμετωπίζονται καταστάσεις σάν αὐτές;» εἶπε σέ μία φίλη της πού ἦταν δίπλα της.
«Φταῖνε οἱ δεξιοί», ἀπάντησε ἡ φίλη της. «Παίρνουν ἀπό τούς φτωχούς καί δίνουν στούς πλούσιους».
«Ὄχι, φταῖνε οἱ ἄλλοι», μπῆκε στή συζήτηση ἕνας ἀσπρομάλλης.«Μέ τά προγράμματα πρόνοιας κάνουν τούς πολίτες τεμπέληδες καί φτωχούς».
«Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά μάθουν ν’ ἀποταμιεύουν», εἶπε ἕνας ἄλλος πού ἔμοιαζε μορφωμένος. «Ἄν αὐτή ἡ γριά
ἀποταμίευε ὅταν ἦταν νέα, δέ θά ὑπέφερε σήμερα».
ἀποταμίευε ὅταν ἦταν νέα, δέ θά ὑπέφερε σήμερα».
Καί ὅλοι αὐτοί ἦταν ἱκανοποιημένοι γιά τήν ὀξύνοιά τους, πού ἔβγαλε τέτοια βαθιά ἀνάλυση.
Ἀλλά ἕνας ἔμπορος αἰσθάνθηκε προσβολή ἀπό τίς ἐξ ἀποστάσεως μουρμοῦρες τῶν συμπολιτῶν του.
Ἔβγαλε τό πορτοφόλι του καί τράβηξε ἕνα εἰκοσάρι. Περπάτησε στό διάδρομο καί τό ἔβαλε στό τρεμάμενο χέρι τῆς
γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ ἀγοράσεις παπούτσια».
γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ ἀγοράσεις παπούτσια».
Ἡ γριούλα τόν εὐχαρίστησε κι ἐκεῖνος γύρισε στή θέση του εὐχαριστημένος, πού ἦταν ἄνθρωπος τῆς δράσης.
Μιά καλοντυμένη κυρία τά πρόσεξε ὅλα αὐτά καί ἄρχισε νά προσεύχεται ἀπό μέσα της. «Κύριε, δέν ἔχω χρήματα. Ἀλλά μπορῶ ν’ ἀπευθυνθῶ σέ σένα. Ἐσύ ἔχεις μιά λύση γιά ὅλα. Ὅπως κάποτε ἔριξες τό μάννα ἐξ οὐρανοῦ, καί τώρα μπορεῖς νά δώσεις ὅ,τι χρειάζεται ἡ κυρούλα αὐτή γιά τά Χριστούγεννα».
Στήν ἑπόμενη στάση ἕνα παλικάρι μπῆκε στό λεωφορεῖο. Φοροῦσε ἕνα χοντρό μπουφάν, εἶχε ἕνα καφέ φουλάρι καί ἕνα μάλλινο καπέλο πού κάλυπτε καί τά αὐτιά του. Ἕνα καλώδιο συνέδεε τό αὐτί του μέ μιά συσκευή μουσικῆς.
Ὁ νέος κουνοῦσε τό σῶμα του μέ τή μουσική πού ἄκουγε. Πῆγε καί κάθισε ἀπέναντι στή γριούλα. Ὅταν εἶδε τά
ξυπόλυτα πόδια της, τό κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τά μάτια του πῆγαν ἀπό τά πόδια τῆς γιαγιᾶς στά δικά του.
ξυπόλυτα πόδια της, τό κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τά μάτια του πῆγαν ἀπό τά πόδια τῆς γιαγιᾶς στά δικά του.
Φοροῦσε ἀκριβά ὁλοκαίνουρια παπούτσια. Μάζευε λεφτά ἀρκετό καιρό γιά νά τά ἀγοράσει καί νά κάνει ἐντύπωση στήν παρέα. Τό παλικάρι ἔσκυψε καί ἄρχισε νά λύνει τά παπούτσια του.
Ἔβγαλε τά ἐντυπωσιακά παπούτσια καί τίς κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στή γριούλα. «Γιαγιά, βλέπω ὅτι δέν ἔχεις
παπούτσια. Ἐγώ ἔχω κι ἄλλα».
παπούτσια. Ἐγώ ἔχω κι ἄλλα».
Προσεκτικά κι ἁπαλά σήκωσε τά παγωμένα πόδια καί τῆς φόρεσε πρῶτα τίς κάλτσες κι ὕστερα τά παπούτσια του. Ἡ γριούλα τόν εὐχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε τό λεωφορεῖο ἔκανε πάλι στάση. Ὁ νέος κατέβηκε καί προχώρησε ξυπόλυτος στό χιόνι. Οἱ ἐπιβάτες μαζεύτηκαν στά παράθυρα καί τόν ἔβλεπαν καθώς βάδιζε πρός τό σπίτι του.
«Ποιός εἶναι;», ρώτησε ἕνας.
«Πρέπει νά εἶναι ἅγιος», εἶπε κάποιος.
«Πρέπει νά εἶναι ἄγγελος», εἶπε ἕνας ἄλλος.
«Κοίτα! Ἔχει φωτοστέφανο στό κεφάλι!» φώναξε κάποιος.
«Εἶναι ὁ Χριστός!» εἶπε ἡ εὐσεβής κυρία.
Ἀλλά τό ἀγοράκι, πού εἶχε δείξει μέ τό δάχτυλο τή γιαγιά, εἶπε:«Ὄχι,μαμά τόν εἶδα πολύ καλά. Ἦταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ…».
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τὴς Μέλιας»
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΠEPIOΔIKH EKΔOΣIΣ KATHXHTIKΩN ΣXOΛEIΩN IEPAΣ MHTPOΠOΛEΩΣ MEΣΣHNIAΣ
ΤΕΥΧΟΣ 50 – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015
ΠEPIOΔIKH EKΔOΣIΣ KATHXHTIKΩN ΣXOΛEIΩN IEPAΣ MHTPOΠOΛEΩΣ MEΣΣHNIAΣ
ΤΕΥΧΟΣ 50 – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015
Εἰκόνα ἀπὸ: svetaur.ru
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου