ΕΙΠΕ Ο ΓΕΡΩΝ

Μη συνηθίζεις να κουβεντιάζεις για πράγματα που δεν είδες με τα ίδια σου τα μάτια σαν να τα έχεις δει. Μη βεβαιώνεις με πεποίθηση εκείνα που έχεις ακούσει. Συνήθιζε τη γλώσσα σου να λέει πάντα αλήθεια. Το ψέμα γεννιέται συχνά από την επιθυμία να αρέσουμε στους ανθρώπους κι απομακρύνει από την ψυχή τον φόβο Θεού.

ΑΒΒΑΣ ΗΣΑΪΑΣ ο αναχωρητής

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

«Τα Xριστούγεννα του ασκητή» – Μία ΑΝΕΚΔΟΤΗ συγκλονιστική Αγιορείτικη Ιστορία!

Σχετική εικόνα


 παροσα διήγηση εναι μία συγκλονιστικ μπειρία το μακαριστο π. Θεόκλητου Διονυσιάτη, πως τν μπιστεύθηκε πρν 38 χρόνια σχεδν στν γιορείτη Μοναχ π. Κύριλλο Παντοκρατορινό,  ποος μ δέος κανοσταλγία πρν λίγες μέρες μς τν μετέφερε.
Από τ Happy Christmas λοιπν τν «ετυχισμένων» νθρώπων ς ταξιδεύσει φέτος  λογισμός μας στ’ γιονορος, κε στ φρικτ Καρούλια, μὲ τος ξυπόλυτους σκητς κα σ σα μς ξομολογιέται μ συγκλονισμ ὁ γιασμένος κα σοφός μας π. Θεόκλητος  Διονυσιάτης.
* * *
«ΝΕΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ τότε, κατ τ τος 1941, ν μέσ τς κατοχς κα τονσκήψαντος δεινο χειμνος, μο ρθε  καλς λογισμς ν πισκεφθπροσκυνητς τ φρικτ Καρούλια, ν κάμω κα γ σκητικ Χριστούγεννα μαζ μ….
το
ς ετόψυχους Καλόγηρους τούτου το παράκλητου τόπου.
Τν ελογία μο τν δωκε μέσως δίχως δισταγμ  Γέροντάς μου, σιότατος π. Γαβριήλ,  κα γούμενος χρηματίσας τς το Διονυσίου Μονς. Μο δωκε εσέτι κα λίγους βολος δι τ ταξίδιό μου μ τ μοτόρι κα λίγες φανέλες γι ν χω ν λλάξω, μ ελόγησε κα εχόμενος μστειλε σ τοτο τ κατανυκτικ ταξίδι.
βαλα μετάνοια στν Γέροντά μου λοιπν, φορτώθηκα τν ντορβά μου, κι’λαβα τ ραβδ μ προορισμ τ κατανυκτικ Καρούλια προκειμένου νλάβω μέρος στν γρυπνία τν Χριστουγέννων.
Από τν παραμον ήδη τ πρωΐ  ορανς τανε μαρος σν μολύβι, κ᾿πιασε να ρίχνει νερόχιονο βελονιαστ.
Καταφθάνοντας ργ τ πόγευμα, μ μία τερπν ναμονή, στ βραχώδη Καρούλια,  λιος, σο μποροσε ν ξελευθερωθε π’τ πηχτ σύννεφα, κόντευε ν κρυφθε πίσω π τν μελαν θαλάσσιο ρίζοντα. Τότε ρχισαν ν συναθροίζονται γοργόφτεροι ο Καρουλιτες σκητές, γι ν γιορτάσουμελοι μαζ τ Χριστούγεννα. Κάποιοι κατέβαιναν π τ βράχια, λλοι π τς κρεμαστς σκάλες, ν κάποιοι π τς λυσίδες… ταν να πρωτόγνωρο κασυγκινητικ λο θέαμα!
Τοτοι ο ρημίτες εχανε περασμένους στος λιγνούς τους μους τος τρίχινους, λερωμένους μ γιασμένους ντορβάδες, μ ράσα χιλιομπαλωμένα καθς χαιρεντιόντουσαν νας-νας μ βαθει πόκλιση κι’ παιρναν τν θέση τους στ μικρ μιφεγγ γλυκύτατο κκλησάκι το Κυριακο.
Κρούσανε να μικρ σήμαντρο γι ν ρχινήσει  γρυπνία ν  ρμόδιοςερες φορώντας να μπλαβόχρωμο σν το πελάγους πιτραχήλι βαλε τ«Ελογητός»
Τ κρύο ταν τσουχτερό. λοι, σον μποροσαν, σαν σφιχτ τυλιγμένοι στπτωχικ τος ράσα. Ο νασασμο τν ψαλτάδων τμιζαν σπιλοι καθςψαλλον μέλποντες Το Θεο τ τραγούδια μέσα στ δειν κράτος τοχειμνος, μ  λιβανοκαπνισμενη θωρι τς γλυκόπνοης Παναγίτσας πού μας γνάντευε στοργικ σν Μανούλα π’ τ Τέμπλο ζέσταινε τν ψυχή μας μυσταγωγώντας μας στν ερουργία το χραντου τοκετο της, τς ΤοΧριστο γεννήσεως κι’ τσι εχαμε γαλήνη σν κα ‘κείνη τν προβάτων στμαντρ τς βηθλεμ τότενες πο γίνηκε  Θες νθρωπος γι νξαναγεννηθε  νθρωπος στν οράνια Βηθλεέμ.
μως καθ’ λη τν διάρκεια τς κατανυχτικς λονυχτίας ντύπωσηνερμήνευτή μο καμε νας δυνατισμένος κα λιπόσαρκος, σν τκαλάμι Καλόγηρος, μ μία μακρυ κάτασπρη γενιάδα πο ‘χε σταθε σ’να παμπάλαιο στασίδι. Τ σμα του ν κα κάθονταν μέσα στ κρύο καστν γρυπνι μετακίνητο σν τ’γάλματος, ντούτοις τ ριτιδιασμένο κι’λοζώντανο π τν σκηση πρόσωπό του, σν το φτασμένου κυδωνιο,καμε διάφορες κινήσεις κα παράξενους μορφασμος λλοιούμενο τακτικκα φανερώνοντας πς ζοσε κενες τς στιγμς ντονα γεγονότα φερμέναπ να λλον κόσμο.
Έβλεπες ν ναλλάσονται  προσμον μ τν μελαγχολία,  θλίψη, μ τν, χαρ …ν σκιρτ σν λαφομόσκι κα μέσως ν κουρνιάζει συγκλονισμένοςπ Θεο φόβο… κανε μορφασμος στ πρόσωπο λς κα παρακολουθοσενα λλόκοτο θέαμα κα τσι πότε κλαιγε, πότε συνοφρυόνταν, πότε χαμογελοσε κα δώστου πάλι Σταυρος κα μετάνοιες..
Κα σο  σκητς κτελοσε τ δική του λογικ λατρεία πι δίπλα ο ψάλτες μορμύριζαν στν Πανάχραντο Θεοτόκο τ:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τν τιμιωτέραν κα νδοξοτέραν τν νω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ρ κα παράδοξον. Ορανν τσπήλαιον…»
Τ μικρούλικα παλαι καντηλάκια στ Τέμπλο διέχεαν ρχοντικς μ κασεμνς τς πολύχρωμες νταγες των κι νας πτωχς πολυέλεος μ γν κερφώτιζε σο δύνατο γλυκ τ σκοτάδι. λα πλά, πέριττα, σκητικά…
τσι γαλήνια πῆγε  γρυπνία σπου κοινωνήσαμε τν χράντων μυστηρίων κα δωσε  ερες τ «δι’εχν» λαμβάνοντας τέλος  οράνιακείνη μυσταγωγία.
 ρόδινη νατολ σιγά-σιγ αγαζόνταν π τν πίσκεψη το λίου μηνύοντας τν νατολ νατολν, τν ωθιν στέρα, Ατν Τν γεννηθέντα ησο Χριστόν.
Μετ π’ τ’ ντίδωρο κα τν γιασμ προσφέρθηκε καφς και φραγκόσυκα στ φτωχικ κα πέριττο Κυριακ τς σκήτης τν Καρουλων. γδιακονοσα στ κέρασμα, μ πρόσεχα κα ποθαύμαζα κιόλας τος σκητές, θωρώντας τος λς κι’ ταν παράξενα ντα, ς ρχαγγέλοι π τς γς.
Τότε ρώτησε  Πνευματικός τς Σκήτης κενον τν παράξενο σκητ ν θμείνει κα αριο δ κα το πήντησε:
-Βεβαίως κα πιθυμ ν μείνω, ἐὰν κα θ θελα καλύτερα ν συχάσω στκαλυβάκι μου, μως δν χω ν φάω κα ν κάμετε γάπη δεχθετε κα μένα ν φάγω κοντά σας.
Τν πομένη μέρα κα φο ψάλλαμε τ Κτιτορικ χοντας νημερώσειδη γ τν Πνευματικ γι λη τούτη τν παράξενη συμπεριφορ τοφτωχο σκητο κατ τν χθεσιν γρυπνίαν λέγει το τότε μ τόνο εγενικ μ κα πιτακτικό.
-δελφέ μου, σ παρακαλ, πές μας τί γροικοσες χθς στν λονυχτία καλο λλαζε μορφ τ πρόσωπό σου.
 σκητς μως ρνιόταν πεισματικ ν δώκει πάντηση φυλάγοντας ,τιζησε μέσα του ς πανάκριβο θησαυρό.
 σ ξορκίζω στ νομα Το Κυρίου ν μς πες.
-Λέγονται Γέροντα τέτοια πράγματα;
-‘Αντε κμε γάπη μήπως κα φεληθομε κα ‘μες ο δελφοί σου.
-…Μ δν μπορ.
-μα δν πες , π’ δ δ φεύγεις !
Μ λη τούτη τν εγενικ βία κα δίχως ν θέλει  παράξενος σκητής,μως ναγκεμένος π τν γάπη το Πνευματικο κα τν Καλογήρων πο‘χαν πομείνει κα τούτη τν μέρα στ Κυριακό, ρχισε ν μολογε μδάκρυα κα συντριβή:
-Τί ν σς π; Νά!! ,τι διαβάζατε κα ψέλνατε σες τ βλεπα κασυμμετεχα κα ‘γ.
«Θωροσα τ Θεον βρέφος, τν Χριστούλη μας, τ προβατάκια, τα λίγα ζωντανά πο ‘σαν κε κα σταλιάζανε… μ ταν κα μία γελάδα πο στεκε κοντ στ πρόσωπο το Χριστο κα τ θέρμαινε μ τν νασασμ τς …τς σταγόνες πο έπεφταν π τν γρασία και τους νοτισμένους σταλαγμίτες, καθότι τανε σπήλαιον κε κα χι κάποιο νθρώπινο χτίσμα …Σιμ εδα καΤν Παναγία μας, λεχώνα, πο εχε τυλίξει μ τ σεπτ πανωφόρι της τν Υό της κα νέκλεινε δίπλα πρς μία μερι κα κρύωνε γιατί τανε κεν καδν εχε πο ν κουμπήσει… π τν λλη μερι μία ποιμένισσα φερεχνιστ γάλα πο μόλις εχε ρμέξει κα γι ν πλύνει κιόλας μ’ατ τΘεικ βρέφος. Πο ν βρεθε ζεστ νερ κείνη τν ρα; λα κρύσταλλο καπαγωμένα ταν…
Κα ‘τσι γινε… κα τσι τρύπησε μ μις  σπηλι κα μπκαν γγέλοι πούνεβοκατεβαίναν στον οραν ν κούγονταν γλυκύτατη μελωδία…
 δ ωσφ λο κλαιγε ναντρανισμένος π δέος κα χαρ σν τν ερέα πο στέκεται μ φόβο στν ναίμακτο ερουργία τσι κα ‘κενος φημέρευε τούτη τν νυχτι στν πάντερπνο τοτο Ιερό Να μ κα πάμφτωχο συνάμα σπήλαιο τς βηθλεέμ.»
Πιο κάτω τ ζωηρ γέρι λυχτοσε στ Καρούλια, ν τ κύματα στγριο σύνορο θαλάσσης κα γς πλητταν φρίσσοντα τος αποκρήμνους βράχους. Τα λευκά και πορφυρά κυκλάμινα μως, που νέθωραν μειλίχιαναρριχώμενα πό τις σχισμάδες των βαράθρων, μυνίριζαν τήν νάστασηντός τς καρδιάς το χειμνος. … «Χριστς π γς· ψώθητε.»
λη  λογικ μ κα  λογη κτίσις στς Παναγιάς τό Περιβόλι μαρτυροσε δι μυρίων βεβαίων στομάτων πς ντως  Χριστς γενήθη κα γαληνόμορφη Θεϊκ χαρ στν γ νεθρονίσθη.


ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ
ΑΛΗΘΩΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ
π. Διονύσιος Ταμπάκης –Χριστούγεννα 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου